φθονος

φθονος
    φθόνος
    ὅ
    1) зависть, недоброжелательство
    

(διαβολέ καὴ φ. Plat.)

    ὅ φ. λύπη τις ἐπὴ εὐπραγίᾳ (τινός ἐστιν) Arst. — зависть есть огорчение по поводу чьего-л. преуспеяния;
    ἄνευ φθόνου Soph.(говоря) без чувства недоброжелательства, не в обиду будь сказано;
    ζῇλοί τε καὴ φθόνοι Plut. — ревнивые и завистливые чувства;
    εὐλαβούμενος τὸν φθόνον Dem. — остерегаясь возбудить неприязнь;
    τὸν φθόνον πρόσκυσον, μή … Soph. — замоли недоброжелательство (богов), т.е. моли богов, чтобы не …

    2) запрет, нежелание, отказ
    

ἀποκτείνειν φ. γυναῖκας (sc. ἐστίν) Eur. — нельзя убивать женщин;

    φ. οὐδεὴς λέγειν Plat.(у меня) нет ни малейшего желания не говорить, т.е. охотно расскажу;
    οὐδεὴς φ. Aesch., Plat., Plut. — нет никаких возражений, охотно соглашаюсь


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φθονος" в других словарях:

  • φθόνος — φθόνος, ο και φτόνος, ο το να αισθάνεται κανείς λύπη για την ευτυχία του άλλου, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία, ζήλια, κακεντρέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθόνος — ill will masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνος — ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν το αρνητικό αίσθημα τής λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία τού άλλου, ζηλοφθονία αρχ. 1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια 2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος… …   Dictionary of Greek

  • Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φθόνω — φθόνος ill will masc nom/voc/acc dual φθόνος ill will masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνε — φθόνος ill will masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνοι — φθόνος ill will masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνοις — φθόνος ill will masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνον — φθόνος ill will masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνου — φθόνος ill will masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνους — φθόνος ill will masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»